- ακαθοδήγητος
- η , ο [ος , ον ] действующий самостоятельно, без руководства; самостоятельный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακαθοδήγητος — η, ο αυτός που δεν καθοδηγήθηκε, ασυμβούλευτος: Στις ενέργειές του αυτές δεν ήταν ακαθοδήγητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαθοδήγητος — η, ο [καθοδηγώ] αυτός που δεν τόν έχουν καθοδηγήσει σωστά, ασυμβούλευτος … Dictionary of Greek
ανεπιστάτητος — ἀνεπιστάτητος, ον (AM) 1. ο χωρίς επιστάτη, οδηγό 2. ο χωρίς συμβουλή, ο ακαθοδήγητος … Dictionary of Greek
ανηγεμόνευτος — η, ο (Α ἀνηγεμόνευτος, ον) αυτός που δεν έχει ηγεμόνα, άρχοντα, ακαθοδήγητος … Dictionary of Greek
ανορμήνευτος — η, ο αυτός που δεν πήρε ορμήνειες, ασυμβούλευτος, ακαθοδήγητος … Dictionary of Greek
αχαλίνωτος — η, ο (AM ἀχαλίνωτος, ον) [χαλινώ] αυτός που δεν έχει χαλινάρι μσν. νεοελλ. ασυγκράτητος, ατίθασος, αυθάδης μσν. ακαθοδήγητος … Dictionary of Greek
αχειραγώγητος — η, ο (AM ἀχειραγώγητος, ον) ακαθοδήγητος (αρχ. μσν.) αυτός που δεν δέχεται να τον χειραγωγήσουν, ο ατίθασος … Dictionary of Greek
αφώτιστος — η, ο 1. ο μη φωτισμένος, ο σκοτεινός: Οι περισσότεροι δρόμοι στις συνοικίες μένουν τη νύχτα αφώτιστοι. 2. αδιαφώτιστος, ακαθοδήγητος, απαίδευτος: Στο θέμα αυτό τον είχαν αφήσει αφώτιστο. 3. αβάφτιστος: Το μωρό τους ήταν ακόμη αφώτιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αχειραγώγητος — η, ο ακαθοδήγητος: Στα πρώτα του βήματα στη ζωή, το παιδί είχε μείνει αχειραγώγητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)